- στανύω
- Α (το μέσ.) στανύομαιορίζω ως διαιτητή.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ἵστημι* που μαρτυρείται σε κρητική επιγραφή και είτε αποτελεί αρχαίο τ. (πρβλ. αβεστ. fra-stan-v-anti «προΐστανται») είτε αναλογικό σχηματισμό από ενεστ. σε -ύω (πρβλ. ανύω)].
Dictionary of Greek. 2013.